φανός

φανός
I
Το μεγαλύτερο νησί της συστάδας των Οθωνών. Bλ. λ. Οθωνοί.
II
Όνομα 2 οικισμών.
1. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 650 μ.) του νομού Φλώρινας. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (13 τ. χλμ.).
2. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 375), στην επαρχία Παιονίας του νομού Κιλκίς. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (40 τ. χλμ.).
III
Όνομα ελληνικών εφημερίδων, η μία αθηναϊκή (1875-76), η άλλη της Ερμούπολης (1879-86) και η τρίτη πατρινή (1880-86). Φ. των Συντακτών λεγόταν, εξάλλου, το σατιρικό ετήσιο φύλλο της Ένωσης Συντακτών Αθηναϊκού Τύπου, που εκδιδόταν επί χρόνια κάθε τελευταία Κυριακή της Αποκριάς.
* * *
(I)
ο, ΝΑ
νεοελλ.
1. μέσο φωτισμού, φανάρι
2. (αυτοκιν.) φωτιστική συσκευή τοποθετημένη μόνιμα στο εξωτερικό ενός αυτοκινήτου
3. ναυτ. η μικρότερη μονάδα τού φωτιστικού δικτύου που καλύπτει τις ανάγκες τής ναυσιπλοΐας (α. «φανός τού ιστού» β. «πρυμναίος φανός» γ. «πλευρικός φανός» δ. «φανός υφάλου»)
4. φρ. α) «ενετικός φανός» — κυλινδρικό ή σφαιρικό πτυσσόμενο φανάρι από ημιδιαφανές χρωματιστό χαρτί
β) «κινεζικός φανός» — φανάρι από μεταξωτό ύφασμα ή από χαρτί
γ) «μαγικός φανός»
τεχνολ. παλαιός όρος για τη συσκευή προβολής διαφανειών
δ) «μετά φανών και λαμπάδων»
μτφ. με μεγάλη λαμπρότητα
αρχ.
1. πυρσός, ιδίως από ξύλα πεύκου ή από κλήματα αμπέλου
2. μτφ. ο ήλιος
3. φρ. «φανὸς ὑελοῡς» — είδος συσκευής απόσταξης (Ολυμπ. Αλχ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τύπος τού επιθ. τής αττ. διαλ. φᾱνός, συνηρημένου τ. τού φαεινός*].
————————
(II)
-ή, -όν, Α
(συνηρ. τ.) βλ. φαεινός.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • Φανός — shining masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Φᾶνος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φανός — φᾱνός , φανός 1 shining masc nom sg φᾱνός , φανός 2 shining masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φανός — ο 1. υαλόφραχτο σκεύος μέσα στο οποίο υπάρχει λυχνία, κερί ή άλλου είδους φως, το φανάρι. 2. φάρος σε λιμάνι. 3. η φωτιά που ανάβεται το βράδυ της 23ης Ιουνίου, παραμονή της γιορτής του Αϊ Γιάννη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Φανοῖς — Φανός shining masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Φανοί — Φανός shining masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Φανοῦ — Φανός shining masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Φανούς — Φανός shining masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Φανῶ — Φανός shining masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Φανῷ — Φανός shining masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”